Η διαδικασία μετάδοσης του HIV
- Ο HIV επιβιώνει για μικρό χρονικό διάστημα εκτός του ανθρώπινου σώματος και δεν μπορεί να μεταδοθεί μέσω του εξωτερικού περιβάλλοντος.
- Για να μεταδοθεί ο HIV από έναν άνθρωπο σε άλλον, θα πρέπει συγκεκριμένα σωματικά υγρά του πρώτου (αίμα, σπέρμα, προ-σπερματικά υγρά, κολπικά και πρωκτικά υγρά) να έρθουν σε άμεση επαφή με συγκεκριμένα σημεία του σώματος του δεύτερου (βλεννογόνοι και ανοιχτές πληγές).
- Ειδική περίπτωση αποτελεί η μετάδοση του ιού στο έμβρυο ή το νεογέννητο βρέφος θετικής στον HIV μητέρας κατά την κύηση, τον τοκετό ή τον θηλασμό.
- Η μετάδοση του HIV είναι δυνατό να αποτραπεί με την επείγουσα χορήγηση αντιρετροϊκής αγωγής (PEP).
Από τη στιγμή που έχει εγκατασταθεί στον ανθρώπινο οργανισμό, ο HIV είναι ένας ιδιαίτερα ανθεκτικός ιός και η εξάλειψή του, με τις έως σήμερα τουλάχιστον διαθέσιμες μεθόδους, είναι αδύνατη. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο, όταν ο HIV βρίσκεται εκτός του ανθρώπινου σώματος. Εκτεθειμένος στο εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. αίμα πεσμένο στο έδαφος ή άλλες επιφάνειες), ο HIV δεν μπορεί να επιζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η διάρκεια επιβίωσής του δεν είναι βέβαια δυνατό να υπολογιστεί με ακρίβεια, καθώς εξαρτάται από πολλούς και μεταβλητούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, η έκθεση στο φως του ήλιου και η οξύτητα (pH) [1]. Σχετικές εργαστηριακές μελέτες έχουν δείξει ότι ο HIV μπορεί να επιζήσει από λίγα μόλις λεπτά (αν π.χ. είναι εκτεθειμένος σε υψηλή θερμοκρασία, ξηρασία και άμεσο ηλιακό φως) έως κάποιες εβδομάδες (αν π.χ. βρίσκεται προστατευμένος μέσα σε μια σύριγγα σε σκοτεινό, δροσερό χώρο) [2]. Πάντως, μέχρι και σήμερα, δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα περιστατικό μετάδοσης του HIV μέσω του εξωτερικού περιβάλλοντος. Αντίθετα, άλλοι ιοί (π.χ. οι ιοί της γρίπης ή της ηπατίτιδας B και C) είναι πολύ πιο ανθεκτικοί και παραμένουν μεταδοτικοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Αναγκαστικά, λοιπόν, για να μεταδοθεί ο HIV από έναν θετικό προς έναν αρνητικό στον HIV άνθρωπο, θα πρέπει μια επαρκής ποσότητα ιικών σωματιδίων να μεταφερθεί με άμεσο τρόπο (εξ επαφής) από το σώμα του πρώτου σε αυτό του δεύτερου. Επομένως, χρειάζεται αφενός ένα μέσο μεταφοράς αρκετού ιικού φορτίου από το σώμα του θετικού στον HIV ατόμου, αφετέρου ένα σημείο πρόσβασης του ιού στο σώμα του οροαρνητικού ατόμου.
Ως μέσο μεταφοράς του ιού λειτουργούν συγκεκριμένα σωματικά υγρά του θετικού στον HIV ατόμου, και ειδικότερα, το σπέρμα και τα προ-σπερματικά υγρά (αν πρόκειται για άνδρα), οι κολπικές εκκρίσεις και το μητρικό γάλα (αν πρόκειται για γυναίκα), τα υγρά του πρωκτού και το αίμα. Σε καμία άλλη σωματική έκκριση (π.χ. σάλιο, ιδρώτας, δάκρυα, ούρα, κόπρανα) δεν υπάρχουν μολυσματικές ποσότητες του HIV, εκτός εάν υπάρχει πρόσμειξη με αρκετή ποσότητα αίματος [3].
Τα πιθανά σημεία εισόδου του ιού είναι επίσης συγκεκριμένα: είτε εκτεθειμένα τμήματα του κυκλοφορικού συστήματος (οι αρτηρίες, οι φλέβες και τα αγγεία, όπου κυκλοφορεί το αίμα), είτε οι βλεννογόνοι που καλύπτουν τις κοιλότητες και τις εσωτερικές διόδους του σώματος, κατά κύριο λόγο οι βλεννογόνοι των γεννητικών οργάνων και του πρωκτού (πολύ σπάνια ο βλεννογόνος του στόματος και εξαιρετικά σπάνια των ματιών). Στα σημεία αυτά υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι ανοσοκυττάρων που ο HIV μπορεί να προσβάλλει και να αρχίσει έτσι η διαδικασία αναπαραγωγής του. Είναι αδύνατο να εισέλθει ο HIV από οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος που καλύπτεται από δέρμα, εκτός αν υπάρχουν ανοιχτές πληγές (δηλαδή πρόσβαση στο κυκλοφορικό σύστημα) [3].
Όσον αφορά την είσοδο του ιού στην αιματική κυκλοφορία, αυτή μπορεί να συμβεί είτε μέσω της απευθείας μετάγγισης αίματος (π.χ. κατά την κοινή χρήση συριγγών για ενέσιμη χορήγηση εξαρτησιογόνων ουσιών), είτε μέσω τραυματισμού με αιχμηρά αντικείμενα που φέρουν νωπό αίμα (π.χ. βελόνες, ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, κ.α.), είτε μέσω της άμεσης επαφής άλλου μολυσματικού σωματικού υγρού με ανοιχτή πληγή (π.χ. βίαιη κολπική ή πρωκτική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό, στοματικό σεξ όταν υπάρχουν πληγές στη στοματική κοιλότητα). Όσον αφορά την είσοδο του ιού διαμέσου των βλεννογόνων του πέους, του κόλπου και του πρωκτού, αυτή μπορεί να συμβεί κατά τη σεξουαλική επαφή (πρωκτική ή κολπική) χωρίς προφυλακτικό (βλ. Τρόποι μετάδοσης και μη μετάδοσης του HIV).
Ειδικότερη και όχι πλήρως κατανοητή περίπτωση αποτελεί η κάθετη μετάδοση του HIV, δηλαδή από τη μητέρα στο έμβρυο ή το βρέφος, αν δε ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας. Η μετάδοση μπορεί να συμβεί είτε κατά την εγκυμοσύνη, ιδίως εάν υπάρχουν βλάβες στον πλακούντα και αίμα της μητέρας περάσει στην αιματική κυκλοφορία του εμβρύου, είτε κατά το θηλασμό, καθώς ο HIV που περιέχεται στο μητρικό γάλα μπορεί να διαπεράσει το ανώριμο ακόμη πεπτικό σύστημα του βρέφους, και, συνηθέστερα, κατά τον τοκετό, όπου το έμβρυο έρχεται σε εκτεταμένη επαφή με το αίμα και τις γενετήσιες εκκρίσεις της μητέρας [4]. Ωστόσο, χάρη στις διαθέσιμες θεραπευτικές μεθόδους, η πιθανότητα κάθετης μετάδοσης είναι σήμερα μικρότερη του 1% [5] (βλ. HIV & μητρότητα).
Πέρα από την οδό εισόδου, έρευνες έχουν δείξει ότι η πιθανότητα μετάδοσης του HIV επηρεάζεται από διάφορους άλλους παράγοντες (βλ. Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV), σημαντικότερος εκ των οποίων είναι το ύψος του ιικού φορτίου του θετικού στον HIV ατόμου: όσο υψηλότερο το ιικό φορτίο, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα και αντίστροφα.
Με όποιον τρόπο και αν εισέλθει ο HIV στο σώμα ενός ανθρώπου, μέσα σε περίπου 3 με 5 ημέρες το πολύ μεταφέρεται τελικά στους πλησιέστερους λεμφαδένες [6]. Οι λεμφαδένες αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές δομές του ανοσοποιητικού συστήματος και συναντώνται σε πάρα πολλά σημεία του ανθρώπινου σώματος. Κύρια λειτουργία τους είναι ο έλεγχος των σωματικών υγρών για την παρουσία μικροβίων και καρκινικών κυττάρων. Στους λεμφαδένες, επίσης, βρίσκεται συγκεντρωμένος μεγάλος αριθμός λεμφοκυττάρων, ρόλος των οποίων είναι η αντιμετώπιση των παθογόνων μικροοργανισμών. Μεταξύ αυτών, στους λεμφαδένες συναντάται μεγάλος αριθμός Τ4 βοηθητικών λεμφοκυττάρων (ή κύτταρα CD4+), τα οποία αποτελούν και τον κύριο στόχο του HIV (βλ. Με ποιον τρόπο ο HIV προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα;). Από τη στιγμή, λοιπόν, που σωματίδια του HIV φτάσουν στους λεμφαδένες, εισβάλλουν στα παρακείμενα Τ4 βοηθητικά λεμφοκύτταρα και αρχίζει άμεσα η ταχύτατη διαδικασία πολλαπλασιασμού του ιού. Στο σημείο αυτό, ο HIV έχει πλέον εγκατασταθεί στον οργανισμό του ατόμου για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Η μεταφορά του HIV από το αρχικό σημείο της μόλυνσης προς τους λεμφαδένες είναι δυνατόν να αποτραπεί με την επείγουσα χορήγηση αντιρετροϊκής αγωγής, η οποία καλείται προφυλακτική αγωγή μετά την έκθεση (PEP: Post-Exposure Prophylaxis). Εάν, δηλαδή, ένας άνθρωπος θεωρεί ότι με κάποιον τρόπο εκτέθηκε στον HIV, θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να απευθυνθεί σε Κέντρο Αναφοράς AIDS ή στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών εφημερεύοντος νοσοκομείου της περιοχής του. Εκεί, ειδικός ιατρός θα εκτιμήσει την πιθανότητα μετάδοσης και, αν κριθεί απαραίτητο, θα χορηγήσει προφυλακτική αγωγή, η οποία είναι δυνατόν να αποτρέψει την εγκατάσταση του ιού. Για να είναι αποτελεσματική η PEP, θα πρέπει να ληφθεί το συντομότερο δυνατό μετά την πιθανή έκθεση (ιδανικά 2-4 ώρες μετά). Εάν περάσουν 72 ώρες, θεωρείται πως ο HIV έχει ήδη προσβάλλει αρκετά κύτταρα CD4+ στους λεμφαδένες και η χορήγηση της PEP δεν έχει πλέον νόημα (βλ. Η προφύλαξη μετά την έκθεση στον HIV) [7].
Τρόποι μετάδοσης και μη μετάδοσης του HIV
Προκειμένου να προσδιοριστούν οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατή ή όχι η μετάδοση του HIV και η αντίστοιχη πιθανότητα, συνεκτιμώνται δύο παράμετροι. Η πρώτη αφορά στο κατά πόσο η μετάδοση με έναν συγκεκριμένο τρόπο είναι θεωρητικά δυνατή, με βάση την επιστημονική μας γνώση και κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών του ιού και της φυσιολογίας του ανθρωπίνου σώματος. Η δεύτερη παράμετρος αφορά στη συχνότητα με την οποία η μετάδοση με έναν συγκεκριμένο τρόπο όντως παρατηρείται να συμβαίνει στην πραγματικότητα, με βάση επιδημιολογικές μελέτες και τον στατιστικό υπολογισμό της αντίστοιχης πιθανότητας. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες τρόπων μετάδοσης του HIV:
(α) Βιολογικά δυνατοί και στατιστικά συχνοί τρόποι μετάδοσης
(β) Βιολογικά δυνατοί αλλά στατιστικά σπάνιοι τρόποι μετάδοσης
(γ) Βιολογικά και στατιστικά απίθανοι τρόποι μετάδοσης
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις της πιο πρόσφατης σχετικής μελέτης [40] για την πιθανότητα μετάδοσης του HIV ανά μοναδικό περιστατικό έκθεσης στον ιό κι ανάλογα με τον τύπο της έκθεσης. Έτσι, ως ένα υποθετικό παράδειγμα, εάν 10,000 γυναίκες έρθουν σε κολπική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό με θετικό στον HIV σύντροφο, αναμένεται ότι ο ιός θα μεταδοθεί στις 8 από αυτές (διάστημα εμπιστοσύνης: 6 – 11). Αν όμως η επαφή είναι πρωκτική, ο HIV αναμένεται να μεταδοθεί σε 138 (102 – 186). Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές δε λαμβάνουν υπόψη τη σημαντική επίδραση παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να αυξάνουν (π.χ. παρουσία άλλου ΣΜΝ, υψηλό ιικό φορτίο) ή να μειώνουν (π.χ. περιτομή, λήψη αντιρετροϊκής αγωγής ή PrEP) την πιθανότητα μετάδοσης. Έτσι, ο υπολογισμός της πιθανότητας μετάδοσης για ένα συγκεκριμένο, πραγματικό περιστατικό έκθεσης στον HIV είναι δυνατός μόνο κατά προσέγγιση και οι παρακάτω εκτιμήσεις θα πρέπει να θεωρούνται μονάχα ενδεικτικές.
Τύπος έκθεσης | Πιθανότητα μετάδοσης ανά 10,000 περιστατικά έκθεσης (95% δ.ε.) |
Μετάγγιση αίματος HIV+ | 9,250 (8,900 – 9,610) |
Κοινή χρήση σύριγγας για ενέσιμη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών | 63 (41 – 92) |
Διαδερμικός τραυματισμός με βελόνα | 23 (0 – 46) |
Παθητικό πρωκτικό σεξ | 138 (102 – 186) |
Ενεργητικό πρωκτικό σεξ | 11 (4 – 28) |
Παθητικό κολπικό σεξ | 8 (6 – 11) |
Ενεργητικό κολπικό σεξ | 4 (1 – 14) |
Παθητικό στοματικό σεξ | (0 – 4) |
Ενεργητικό στοματικό σεξ | (0 – 4) |
Από μητέρα σε έμβρυο/βρέφος | 2,260 (1,700 – 2,900) |
Συχνοί τρόποι μετάδοσης
Οι συνηθέστεροι τρόποι μετάδοσης του HIV είναι:
- μέσω κολπικής ή πρωκτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλακτικό
- μέσω κοινής χρήσης συριγγών και λοιπού εξοπλισμού ενέσιμης χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών
Διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την πιθανότητα μετάδοσης, όπως ο παθητικός σεξουαλικός ρόλος, το υψηλό ιικό φορτίο, η παρουσία άλλων ΣΜΝ κ.α.
Πρωκτική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό
Η πρωκτική σεξουαλική επαφή (ομοφυλική ή ετεροφυλική) ενέχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV [8]. Κατά την πρωκτική σεξουαλική επαφή, ο ιός μεταδίδεται μέσω των υγρών του πρωκτού ή του πέους και προσβάλλει συγκεκριμένους τύπους ανοσοκυττάρων που βρίσκονται στους αντίστοιχους βλεννογόνους. Επιπλέον, ο HIV μπορεί να περάσει απευθείας στην αιματική κυκλοφορία, εάν έχουν προκληθεί αμυχές ή πληγές στο δέρμα ή τον βλεννογόνο της περιοχής (π.χ. εξαιτίας βίαιης επαφής ή εξαιτίας κάποιου άλλου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος).
Ο HIV είναι πιθανότερο να μεταδοθεί από τον ενεργητικό προς τον ή την παθητικό/ή σύντροφο από ό,τι το αντίστροφο, ιδίως αν ο ενεργητικός σύντροφος εκσπερματίσει μέσα στον πρωκτό του ή της παθητικού/ής συντρόφου, ακριβώς επειδή ο βλεννογόνος του πρωκτού είναι πολύ μεγαλύτερος, πιο λεπτός και πιο ευαίσθητος σε τραυματισμούς [9]. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν είναι δυνατό να μεταδοθεί ο HIV και από τον ή την παθητικό/ή προς τον ενεργητικό σύντροφο.
Άλλοι παράγοντες που έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν την πιθανότητα μετάδοσης του HIV κατά την πρωκτική σεξουαλική επαφή είναι το ύψος του ιικού φορτίου του/της θετικού /ής στον HIV συντρόφου, η παρουσία άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, η περιτομή και η χρήση poppers (βλ. Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV).
Επιπλέον πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τη σεξουαλική μετάδοση του HIV».
Κολπική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό
Η κολπική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό ενέχει τη δεύτερη μεγαλύτερη πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV, αλλά, παγκοσμίως, είναι ο συνηθέστερος τρόπος μετάδοσης. Κατά την κολπική σεξουαλική επαφή, ο ιός μεταδίδεται μέσω των εκκρίσεων του κόλπου ή του πέους και προσβάλλει συγκεκριμένους τύπους ανοσοκυττάρων που βρίσκονται στους αντίστοιχους βλεννογόνους. Επιπλέον, ο HIV μπορεί να περάσει απευθείας στην αιματική κυκλοφορία, εάν έχουν προκληθεί αμυχές ή πληγές στο δέρμα ή τον βλεννογόνο της περιοχής (π.χ. εξαιτίας βίαιης επαφής ή εξαιτίας κάποιου άλλου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος).
Και στην κολπική επαφή, η πιθανότητα μετάδοσης είναι μεγαλύτερη για την παθητική σύντροφο από ό,τι για τον ενεργητικό, ιδίως αν ο άνδρας εκσπερματίσει μέσα στον κόλπο της γυναίκας, ακριβώς επειδή ο εκτεθειμένος βλεννογόνος του κόλπου είναι πολύ μεγαλύτερος και πιο ευαίσθητος σε τραυματισμούς. Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να συμβεί το αντίστροφο, να μεταδοθεί ο HIV από τη γυναίκα προς τον άνδρα [8].
Άλλοι παράγοντες που έχει βρεθεί ότι επηρεάζουν την πιθανότητα μετάδοσης του HIV κατά την κολπική σεξουαλική επαφή είναι το ύψος του ιικού φορτίου του/της θετικού/ής στον HIV συντρόφου, η παρουσία άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και η περιτομή (βλ. Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV).
Επιπλέον πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τη σεξουαλική μετάδοση του HIV».
Κοινή χρήση συριγγών και λοιπού εξοπλισμού ενέσιμης χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών
Η κοινή χρήση συριγγών για την ενέσιμη χορήγηση εξαρτησιογόνων ψυχοτρόπων ουσιών ενέχει σχετικά υψηλή πιθανότητα μετάδοσης του HIV. Καθώς το άτομο που κάνει ενέσιμη χρήση ουσιών αναρροφά αίμα για να ελέγξει αν η βελόνα βρίσκεται μέσα σε φλέβα, μικρές (και συνήθως μη ορατές) ποσότητες αίματος παραμένουν στον κύλινδρο της σύριγγας μετά την έγχυση. Αν το υπόλειμμα αίματος είναι θετικό στον HIV και αν η ίδια σύριγγα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια από άλλο άτομο, είναι πιθανό να εισαχθεί ο ιός απευθείας στην αιματική του κυκλοφορία. Εξάλλου, αν και ο HIV δεν μπορεί να επιβιώσει στο εξωτερικό περιβάλλον, έχει βρεθεί πως μπορεί να επιζήσει έως και 6 εβδομάδες μέσα στο προστατευμένο από εξωτερικούς παράγοντες περιβάλλον της σύριγγας [2].
Η πιθανότητα μετάδοσης παραμένει υψηλή, ακόμη και αν η ένεση γίνεται υποδόρια ή ενδομυϊκά (αρκετοί άνθρωποι που κάνουν χρήση ουσιών πιστεύουν λανθασμένα πως μπορούν να αποφύγουν μια πιθανή μόλυνση με αυτόν τον τρόπο). Επίσης, η μετάδοση του HIV μπορεί να συμβεί και κατά την κοινή χρήση των λοιπών συνέργων που χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία της ουσίας και τα οποία μπορεί να φέρουν υπολείμματα αίματος, όπως καπάκια, κουτάλια και οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοχείο, ή βαμβάκια, υφάσματα και ό,τι άλλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φίλτρο [11]. Τέλος, η χρήση ναρκωτικών ουσιών αυξάνει και έμμεσα τον κίνδυνο μετάδοσης του HIV, καθώς καθιστά το άτομο πιο επιρρεπές σε μη ασφαλείς σεξουαλικές συμπεριφορές (π.χ. σεξ χωρίς προφυλακτικό).
Περισσότερες πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τον HIV κατά την ενέσιμη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών».
Σπάνιοι Τρόποι Μετάδοσης
Αν και πολύ σπάνια, ο HIV είναι δυνατό να μεταδοθεί:
- μέσω στοματικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλακτικό
- κατά την κύηση, τον τοκετό ή τον θηλασμό θετικής στον HIV μητέρας που βρίσκεται σε αντιρετροϊκή θεραπεία και λαμβάνει κατάλληλη ιατρική υποστήριξη
- μέσω τραυματισμών ή κοινής χρήσης αιχμηρών αντικειμένων
- μέσω μετάγγισης αίματος, παραγώγων αίματος ή μεταμόσχευσης οργάνων
Κάθετη μετάδοση (από τη μητέρα στο έμβρυο ή το βρέφος)
Εάν δεν ληφθεί κανένα μέτρο προστασίας, η πιθανότητα μετάδοσης του HIV από τη μητέρα στο έμβρυο ή το βρέφος, κατά την εγκυμοσύνη, τον τοκετό ή το θηλασμό, εκτιμάται στο 25-45% [3]. Η μετάδοση είναι πιθανότερο να συμβεί κατά τον τοκετό, όπου το έμβρυο έρχεται σε εκτεταμένη επαφή με το αίμα και τις γενετήσιες εκκρίσεις της μητέρας. Ο θηλασμός ενέχει, επίσης, σχετικά μεγάλο κίνδυνο μετάδοσης, καθώς ο HIV που περιέχεται στο μητρικό γάλα μπορεί να διαπεράσει το ανώριμο ακόμη πεπτικό σύστημα του βρέφους. Τέλος, αν και σπανιότερα, είναι δυνατό η μετάδοση να συμβεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδίως αν υπάρχουν βλάβες στον πλακούντα και αίμα της μητέρας περάσει στην κυκλοφορία του εμβρύου [4].
Ωστόσο, εφόσον ληφθεί μια σειρά μέτρων προφύλαξης, η πιθανότητα μετάδοσης του HIV από τη μητέρα στο παιδί είναι σήμερα μικρότερη του 1% [5]. Το σημαντικότερο μέτρο πρόληψης είναι η έγκαιρη χορήγηση αντιρετροϊκής αγωγής στην εγκυμονούσα μητέρα, για να επιτευχθεί μείωση του ιικού φορτίου σε μη ανιχνεύσιμο επίπεδο (ιδίως κατά το 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης). Άλλα μέτρα προστασίας που λαμβάνονται είναι ο τοκετός με καισαρική τομή, η χορήγηση προφυλακτικής αντιρετροϊκής αγωγής στο βρέφος αμέσως μετά τη γέννηση, η αποφυγή του θηλασμού και η γενικότερη φροντίδα της υγείας της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη.
Περισσότερες πληροφορίες στην ενότητα «HIV & μητρότητα».
Τραυματισμοί ή κοινή χρήση αιχμηρών αντικειμένων
Αν ένας άνθρωπος τραυματιστεί από αιχμηρό αντικείμενο, το οποίο φέρει επάνω του υπολείμματα νωπού αίματος θετικού στον HIV, υπάρχει μια πολύ μικρή πιθανότητα μετάδοσης (υπολογίζεται περίπου στο 0.3% [40]), καθώς αυτό έρχεται σε άμεση επαφή με την αιματική του κυκλοφορία [3]. Η πιθανότητα μετάδοσης εξαρτάται από τo βάθος και την έκταση του τραυματισμού, από την ποσότητα του υπολείμματος αίματος, και, κυρίως, από το ιικό φορτίο που αυτό περιέχει [12]. Ο κίνδυνος τραυματισμού με αιχμηρό αντικείμενο είναι εκ των πραγμάτων μεγαλύτερος για τους επαγγελματίες υγείας (ιατροί, νοσηλευτές, κ.α.), ωστόσο, ο καθένας θα πρέπει, γενικά, να αποφεύγει να μοιράζεται είδη προσωπικής υγιεινής που μπορεί να φέρουν υπολείμματα αίματος, όπως ξυραφάκια, ξυριστικές μηχανές, ψαλίδια, οδοντόβουρτσες. Ομοίως, αν κάποιος πρόκειται να πραγματοποιήσει κάποια αιματηρή κοσμητική επέμβαση, όπως τατουάζ ή body-piercing, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι χρησιμοποιείται αποστειρωμένος εξοπλισμός. Ο τραυματισμός από πεταμένη χρησιμοποιημένη σύριγγα είναι θεωρητικά δυνατό να οδηγήσει σε μετάδοση του HIV, κάτι τέτοιο όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί, καθώς κατά πάσα πιθανότητα το τραύμα θα είναι επιφανειακό και το υπόλειμμα αίματος μη μολυσματικό. Παγκοσμίως, δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα τέτοιο περιστατικό [13].
Περισσότερες πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τον HIV στην καθημερινότητα και σε χώρους εργασίας».
Στοματική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό
Η πιθανότητα μετάδοσης του HIV κατά τη στοματική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό εξακολουθεί να προβληματίζει τους ερευνητές, καθώς τα διαθέσιμα επιδημιολογικά δεδομένα δεν επαρκούν για την εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων [14]. Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι τα ανατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής του στόματος και του οισοφάγου είναι τέτοια, ώστε καθιστούν μια πιθανή μετάδοση πολύ δύσκολη, όχι όμως και αδύνατη. Ο βλεννογόνος του στόματος και του οισοφάγου, όταν δεν υπάρχουν πληγές ή σημεία αιμορραγίας, είναι πολύ λιγότερο ευάλωτος σε σχέση με τους βλεννογόνους του πρωκτού, του κόλπου ή του πέους, εξαιτίας της χαμηλής συγκέντρωσης ανοσοκυττάρων που μπορεί να προσβάλλει ο HIV. Επιπλέον, στο σάλιο περιέχεται ένα ένζυμο (SLPI), το οποίο σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιεί τον ιό [15]. Παρόλα αυτά, είναι βέβαιο πως, αν και σπάνια, η μετάδοση του HIV συμβαίνει όντως μέσω στοματικής σεξουαλικής επαφής χωρίς τη χρήση προφυλακτικού.
Η πιθανότητα είναι μεγαλύτερη για τον/τη σύντροφο που κάνει στοματικό έρωτα στον/τη σύντροφό του/της. Ο HIV μπορεί να μεταφερθεί μέσω του σπέρματος ή των προ-σπερματικών υγρών (αν πρόκειται για άνδρα) ή μέσω των κολπικών εκκρίσεων ή αίματος περιόδου (αν πρόκειται για γυναίκα) του/της συντρόφου που δέχεται στοματικό έρωτα προς το στόμα του/της συντρόφου που κάνει στοματικό έρωτα, ιδίως αν σε αυτό υπάρχουν πληγές ή σημεία αιμορραγίας [16]. Η εκσπερμάτιση στο στόμα και η κατάποση γενετήσιων εκκρίσεων αυξάνει, επίσης, την πιθανότητα μετάδοσης. Το αντίστροφο, η μετάδοση δηλαδή του HIV από το στόμα του/ της συντρόφου που κάνει στοματικό έρωτα προς τα γεννητικά όργανα του/της συντρόφου που δέχεται στοματικό έρωτα θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, ενώ αρκετοί ειδικοί θεωρούν κάτι τέτοιο απίθανο [14,17]. Δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη αναφορά μετάδοσης του HIV από το στόμα προς τα γεννητικά όργανα.
Επιπλέον πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τη σεξουαλική μετάδοση του HIV»
Ιατρικές πράξεις (μετάγγιση αίματος, μεταμόσχευση οργάνων)
Εδώ και αρκετά χρόνια, το μεταγγιζόμενο αίμα, τα λοιπά παράγωγα του αίματος και τα προς μεταμόσχευση όργανα, ελέγχονται μεθοδικά μέσω εργαστηριακών εξετάσεων για τον HIV και άλλους λοιμογόνους παράγοντες. Επιπλέον, κατά την επιλογή αιμοδοτών ή δωρητών οργάνων ακολουθείται μια προσεκτική διαδικασία επιλογής και αποκλεισμού ανθρώπων που θεωρείται ότι έχουν αυξημένη πιθανότητα να είναι θετικοί στον HIV. Στις χώρες όπου τέτοιες ελεγκτικές διαδικασίες εφαρμόζονται συστηματικά, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, η πιθανότητα μετάδοσης του HIV διαμέσου ιατρικών πράξεων είναι σχεδόν μηδενική. Θεωρητικά, εξακολουθεί να υπάρχει μια πάρα πολύ μικρή πιθανότητα μετάδοσης του HIV μέσω μετάγγισης αίματος ή μεταμόσχευσης οργάνων, εάν αυτά εξεταστούν κατά την περίοδο παραθύρου (βλ. Η εξέταση για τον HIV) και το αποτέλεσμα είναι εσφαλμένα αρνητικό. Η πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο έχει εκτιμηθεί στο 1/1,467,000 σε σχετική αμερικανική έρευνα [18].
Λοιπές εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις
Στη σχετική βιβλιογραφία, υπάρχει ένας πάρα πολύ μικρός αριθμός αναφορών μετάδοσης του HIV μέσω άλλων και εξαιρετικά ασυνήθιστων τρόπων, όπως ο βίαιος καβγάς μεταξύ ενός θετικού κι ενός αρνητικού στον HIV ατόμου, κατά τον οποίο αμφότεροι προκάλεσαν εκτεταμένους τραυματισμούς και σημειώθηκε αίμα-με-αίμα επαφή [19,20]. Επίσης, έχουν αναφερθεί ελάχιστα περιστατικά μετάδοσης σε ανθρώπους που προσέφεραν πρώτες βοήθειες σε άτομο τραυματισμένο σε τροχαίο ατύχημα, θετικό στον HIV και με εκτεταμένη αιμορραγία [21]. Τέλος, υπάρχει ένας πάρα πολύ μικρός αριθμός αναφορών μετάδοσης του HIV από σταγόνες αίματος που ήρθαν σε επαφή με τον βλεννογόνο του ματιού [22].
Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν σε τρόπους μετάδοσης, οι οποίοι – θεωρητικά – είναι δυνατοί από βιολογικής άποψης, αν και υπό πολλές προϋποθέσεις. Ωστόσο, οι αναφορές αυτές είναι εξαιρετικά σπάνιες και οι περισσότερες παλιές και μη αξιόπιστες, δηλαδή, δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα το να έχει συμβεί η μετάδοση με κάποιον άλλον τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν κάποιος θεωρεί ότι έχει εκτεθεί στον HIV, έστω και με έναν από αυτούς τους ασυνήθιστους τρόπους, το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να πλύνει το τραύμα ή το σημείο πιθανής έκθεσης με άφθονο νερό και σαπούνι (χωρίς την εφαρμογή πίεσης και χωρίς τρίψιμο) και να απευθυνθεί άμεσα σε κάποιο νοσοκομείο ή Κέντρο Αναφοράς AIDS, για να εκτιμηθεί αν είναι αναγκαίο να λάβει προφυλακτική αγωγή (PEP) [7] (βλ. Η προφύλαξη μετά την έκθεση στον HIV).
Περισσότερες πληροφορίες στην ενότητα «Προφύλαξη από τον HIV στην καθημερινότητα και σε χώρους εργασίας».
Αδύνατοι Τρόποι Μετάδοσης
Η μετάδοση του HIV είναι βιολογικά αδύνατη και στατιστικά απίθανη μέσω:
- απλής σωματικής επαφής και φιλιού
- κοινής χρήσης οικιακών αντικειμένων
- φαγητού ή του νερού
- κοινής χρήσης τουαλέτας
- τσιμπήματος κουνουπιών ή άλλων εντόμων
Ο HIV είναι βιολογικά αδύνατο και στατιστικά απίθανο να μεταδοθεί με καθέναν από τους παρακάτω τρόπους:
Απλή σωματική επαφή
Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα μετάδοσης του ιού, εάν κάποιος αγγίξει, ή χαϊδέψει, ή κάνει μασάζ, ή αγκαλιάσει, ή κρατήσει από το χέρι έναν άνθρωπο που είναι θετικός στον HIV. Ο HIV δεν μπορεί να διαπεράσει το άθικτο δέρμα και δεν περιέχεται σε μολυσματικές ποσότητες στον ιδρώτα, το σάλιο ή τα δάκρυα [6]. Ο HIV δεν μπορεί να μεταδοθεί μέσω του αέρα και της αναπνοής και πολύ γρήγορα αποσυντίθεται, όταν εκτεθεί στο εξωτερικό περιβάλλον [1]. Παγκοσμίως, δεν έχει καταγραφεί ούτε μία περίπτωση μετάδοσης του HIV μέσω της απλής (μη σεξουαλικής) σωματικής επαφής.
Φιλί
Ο HIV είναι αδύνατο να μεταδοθεί μέσω του σάλιου και, άρα, το φιλί, ακόμη και το βαθύ, παρατεταμένο φιλί, δεν ενέχει καμία πιθανότητα μετάδοσης. Εξάλλου, ο βλεννογόνος της στοματικής κοιλότητας και του οισοφάγου είναι πολύ λιγότερο ευάλωτος στον HIV από ό,τι οι βλεννογόνοι των γεννητικών οργάνων και του πρωκτού, λόγω της χαμηλής συγκέντρωσης κυττάρων που μπορεί να προσβάλλει ο HIV και λόγω της δράσης του ενζύμου SLPI, το οποίο περιέχεται στο σάλιο και σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιεί τον ιό [15]. Θεωρητικά, υπάρχει μια ελάχιστη πιθανότητα μετάδοσης, εάν και οι δύο σύντροφοι έχουν πληγές κι εκτεταμένη αιμορραγία στο στόμα, αλλά δεν υπάρχουν τέτοιες αξιόπιστα καταγεγραμμένες περιπτώσεις.
Κοινή χρήση οικιακών αντικειμένων
Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα μετάδοσης του HIV από την κοινή χρήση οικιακών αντικειμένων, όπως πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, πετσέτες και ρούχα, καρέκλες, τραπέζια και λοιπά έπιπλα, χαρτιά, διακόπτες, πόμολα και άλλες επιφάνειες. Ακόμη και στη, μάλλον σπάνια, περίπτωση, όπου στα παραπάνω αντικείμενα υπάρχουν υπολείμματα αίματος θετικού στον HIV, ο ιός αποσυντίθεται πολύ γρήγορα όταν εκτεθεί στο εξωτερικό περιβάλλον [1]. Εξάλλου, ο HIV δεν μπορεί να διαπεράσει το άθικτο δέρμα. Παγκοσμίως, δεν έχει καταγραφεί ούτε μία περίπτωση μετάδοσης του HIV μέσω οικιακών αντικειμένων.
Φαγητό και νερό
Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα μετάδοσης του ιού από την κατανάλωση φαγητού που έχει προετοιμαστεί από άτομο θετικό στον HIV. Ακόμη και στη σπάνια περίπτωση, όπου το φαγητό έχει αναμειχθεί με αίμα, η έκθεση του ιού στον αέρα και τα οξέα του φαγητού, η θερμότητα κατά το μαγείρεμα και, τέλος, τα οξέα που εκκρίνει το στομάχι κατά την πέψη, τον καταστρέφουν άμεσα. Ομοίως, δεν μπορεί να μεταδοθεί ο HIV, αν φάμε από το ίδιο πιάτο ή πιούμε από το ίδιο ποτήρι με ένα θετικό στον HIV άτομο [6]. Ο HIV είναι αδύνατο να μεταδοθεί μέσω του σάλιου και το στομάχι μας δεν είναι καθόλου φιλόξενο μέρος για τους περισσότερους μικροοργανισμούς. Οι μόνες κι ελάχιστες καταγεγραμμένες περιπτώσεις μετάδοσης του HIV μέσω φαγητού, αφορούν θετικές στον HIV μητέρες που έδωσαν στα βρέφη τους τροφή που είχαν προηγουμένως μασήσει οι ίδιες, ενώ είχαν ανοιχτές πληγές στο στόμα [23].
Κοινή χρήση τουαλέτας
Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα μετάδοσης του HIV από την κοινή χρήση τουαλέτας, ακόμη και αν πρόκειται για δημόσιες τουαλέτες (υπάρχει, ωστόσο, κίνδυνος μετάδοσης άλλων λοιμωδών νοσημάτων). Ο HIV δεν περιέχεται σε μολυσματικές ποσότητες στα ούρα ή τα κόπρανα. Ακόμη και στη σπάνια περίπτωση, όπου μπορεί να υπάρχουν υπολείμματα αίματος θετικού στον HIV (π.χ. αίμα περιόδου) ή σπέρματος και έρθουμε σε επαφή με αυτό, ο ιός επιβιώνει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στο εξωτερικό περιβάλλον [1]. Εξάλλου, είναι αδύνατο ο HIV να διαπεράσει το άθικτο δέρμα. Παγκοσμίως, δεν έχει καταγραφεί ούτε μία περίπτωση μετάδοσης του HIV μέσω κοινής χρήσης τουαλέτας.
Τσιμπήματα κουνουπιών και άλλων εντόμων
Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα μετάδοσης του HIV μέσω τσιμπήματος κουνουπιού ή άλλου εντόμου και παγκοσμίως δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα τέτοιο περιστατικό, ακόμη και σε χώρες με μεγάλους πληθυσμούς κουνουπιών και υψηλά ποσοστά επιπολασμού της λοίμωξης HIV [6]. Όταν το κουνούπι τσιμπάει έναν άνθρωπο, δεν εγχέει καθόλου αίμα, δικό του ή των ανθρώπων που μπορεί να έχει τσιμπήσει προηγουμένως. Τα κουνούπια, εξάλλου, δεν τσιμπάνε επαναλαμβανόμενα διαφορετικούς ανθρώπους, χρειάζονται κάποιο χρόνο για να «χωνέψουν» το απορροφημένο αίμα, πριν κατευθυνθούν στον επόμενο στόχο. Στο διάστημα αυτό, ο ιός καταστρέφεται πολύ γρήγορα από τα πεπτικά ένζυμα του κουνουπιού. Ωστόσο, κατά το τσίμπημά τους, τα κουνούπια εγχέουν μια μικρή ποσότητα σάλιου, η οποία βοηθά στην απορρόφηση του αίματος και μπορεί να περιέχει άλλους ιούς (π.χ. τον ιό της ελονοσίας).
Παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα σεξουαλικής μετάδοσης του HIV
Ιικό φορτίο
Ο παράγοντας που έχει βρεθεί να καθορίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την πιθανότητα μετάδοσης του HIV είναι το ιικό φορτίο, δηλαδή η ποσότητα του ιικού γενετικού υλικού (HIV RNA) που κυκλοφορεί στο σώμα. Η τιμή του ιικού φορτίου υπολογίζεται μέσω ειδικών εξετάσεων αίματος, οι οποίες μετρούν τον αριθμό των αντιγράφων του ιικού RNA ανά ml αίματος (copies/ml) (βλ. Σημαντικές ιατρικές εξετάσεις). Mια τιμή ιικού φορτίου μεγαλύτερη των 100,000 c/ml θεωρείται, γενικά, υψηλή και υποδηλώνει ότι ο HIV πολλαπλασιάζεται με ταχείς ρυθμούς, προκαλώντας αντίστοιχη πτώση στον αριθμό των κυττάρων CD4+, ενώ μια τιμή ιικού φορτίου μικρότερη των 10,000 c/ml θεωρείται σχετικά χαμηλή. Όταν το ιικό φορτίο είναι χαμηλότερο των 50 αντιγράφων ανά ml αίματος, καλείται μη ανιχνεύσιμο. Αυτό δε σημαίνει ότι ο HIV έχει εξαφανιστεί από το σώμα, αλλά ότι τα επίπεδά του στο αίμα είναι τόσο χαμηλά, ώστε δεν μπορεί να ανιχνευθεί και να μετρηθεί με τους συμβατικούς εργαστηριακούς ελέγχους.
Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έχει δείξει ότι υπάρχει άμεση και ξεκάθαρη συσχέτιση μεταξύ του ιικού φορτίου και της πιθανότητας μετάδοσης του HIV: όσο υψηλότερο το ιικό φορτίο, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα και αντίστροφα [24,25]. Για παράδειγμα, σε μελέτη του 2009 υπολογίστηκε ότι, εάν 1,000 θετικά στον HIV άτομα (άνδρες ή γυναίκες) με ιικό φορτίο μικρότερο των 400c/ml έχουν τακτικές κολπικές επαφές με οροαρνητικό σύντροφο, αναμένεται μόλις 1 μετάδοση στη διάρκεια ενός έτους. Εάν το ιικό φορτίο είναι μεγαλύτερο των 50,000c/ml, αναμένονται τουλάχιστον 90 μεταδόσεις κατά το ίδιο διάστημα [26]. Στην πιο πρόσφατη έρευνα που εξέτασε τη μετάδοση του HIV μέσω ετεροφυλικής σεξουαλικής επαφής, υπολογίστηκε ότι η πιθανότητα μετάδοσης ανά επαφή είναι 1/3571 όταν το ιικό φορτίο είναι 1,000c/ml, 1/1220 όταν το ιικό φορτίο είναι 10,000c/ml, 1/416 όταν το ιικό φορτίο είναι 100,000c/ml, και 1/147 όταν το ιικό φορτίο είναι 1,000,000c/ml [27].
Το ιικό φορτίο φτάνει στο ύψιστο σημείο του κατά την περίοδο της οξείας λοίμωξης HIV, δηλαδή τις πρώτες 6-8 κατά μέσο όρο εβδομάδες μετά την έκθεση ενός ατόμου στον ιό (βλ. Τα στάδια εξέλιξης της λοίμωξης HIV). Κατά την περίοδο αυτή, όταν δηλαδή είναι πολύ πιθανό κάποιος να μη γνωρίζει ότι έχει εκτεθεί στον HIV, η πιθανότητα μετάδοσης είναι πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη φάση εξέλιξης της λοίμωξης (με εξαίρεση το προχωρημένο AIDS) [28]. Ωστόσο, το γεγονός ότι η οξεία λοίμωξη HIV διαρκεί λίγες μόνο εβδομάδες, περιορίζει κατά πολύ τον αριθμό μεταδόσεων που συμβαίνουν στη δεδομένη περίοδο.
Η αδιαμφισβήτητη θετική συσχέτιση μεταξύ ιικού φορτίου και πιθανότητας μετάδοσης έστρεψαν την προσοχή της ιατρικής κοινότητας στη διερεύνηση της χρήσης της αντιρετροϊκής αγωγής ως μέσου πρόληψης της μετάδοσης του HIV. Η αντιρετροϊκή αγωγή, εφόσον λαμβάνεται σωστά, μειώνει στις περισσότερες περιπτώσεις το ιικό φορτίο σε μη ανιχνεύσιμο επίπεδο μέσα σε 3 με 6 μήνες (βλ. Τι είναι τα αντιρετροϊκά φάρμακα;). Όντως, μεγάλης κλίμακας έρευνες έδειξαν ότι η συστηματική λήψη αντιρετροϊκής αγωγής μειώνει δραστικά (έως και 96%) την πιθανότητα μετάδοσης του HIV στα ετερόφυλα ζευγάρια [29]. Το αν αυτό συμβαίνει στον ίδιο βαθμό και στους άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο. Προκαταρκτικά δεδομένα της συνεχιζόμενης έρευνας PARTNER δείχνουν μια παρόμοια εικόνα (καμία περίπτωση μετάδοσης του HIV σε ομόφυλα ζευγάρια ανδρών κατά τη σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό, όταν ο θετικός στον HIV σύντροφος έχει μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο), ωστόσο, πληρέστερα και ασφαλέστερα αποτελέσματα αναμένονται μέσα στο 2019 [30]. Πάντως, τα παραπάνω ευρήματα είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην ιατρική κοινότητα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, από το 2015, συνιστά την άμεση χορήγηση αντιρετροϊκής αγωγής σε όλους τους ανθρώπους που ζουν με τον HIV, ανεξάρτητα δηλαδή από τον αριθμό των κυττάρων CD4+ τους, για την προστασία τόσο της ατομικής, όσο και της δημόσιας υγείας [31] (βλ. Η έναρξη της αντιρετροϊκής αγωγής).
Άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Η παρουσία κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος εκτός της λοίμωξης HIV (π.χ. έρπης γεννητικών οργάνων, σύφιλη, γονόρροια, χλαμύδια) αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μετάδοσης του HIV κατά τη σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλακτικό [32,33]. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Καταρχάς, πολλά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα προκαλούν έλκη ή πληγές στο δέρμα και τον βλεννογόνο των γεννητικών οργάνων. Αυτό σημαίνει, για τον μεν οροαρνητικό σύντροφο, ότι ο HIV διαθέτει περισσότερα σημεία από τα οποία μπορεί να εισέλθει στο σώμα του, για τον δε θετικό στον HIV σύντροφο, ότι ο HIV διαθέτει περισσότερα σημεία από τα οποία μπορεί να εξέλθει από το σώμα του. Επιπλέον, η ύπαρξη φλεγμονής στο δέρμα ή τον βλεννογόνο των γεννητικών οργάνων προσελκύει στην περιοχή μεγάλο αριθμό ανοσοκυττάρων, ώστε ο HIV διαθέτει περισσότερους πιθανούς στόχους. Τέλος, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα αποδυναμώνουν την ανοσολογική προστασία των βλεννογόνων, καθιστώντας τους πιο ευάλωτους σε μια πιθανή μόλυνση.
Περιτομή
Μια σειρά επιδημιολογικών ερευνών έχει προσφέρει ισχυρές αποδείξεις ότι η πιθανότητα μετάδοσης του HIV μέσω κολπικής σεξουαλικής επαφής στους άνδρες που έχουν πραγματοποιήσει περιτομή (αφαίρεση του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους) είναι σημαντικά (έως και 60%) μικρότερη [34,35]. Μάλιστα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά την περιτομή ως βασικό μέτρο πρόληψης της λοίμωξης HIV, ειδικά για τις χώρες της Αφρικής [36]. Η δραστική αυτή μείωση της πιθανότητας μετάδοσης οφείλεται στο γεγονός ότι στην πόσθη (την πτύχωση του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο) είναι συγκεντρωμένος ένας μεγάλος αριθμός κυττάρων Langerhans, δηλαδή των κυττάρων που κατά κανόνα προσβάλλει πρώτα o HIV κατά τη χωρίς προφυλακτικό σεξουαλική επαφή και μέσω των οποίων μεταφέρεται στους λεμφαδένες [37]. Η περιτομή, επομένως, μειώνει κατά πολύ τα σημεία μιας πιθανής εισόδου του HIV.
Χρήση poppers
Τα poppers (νιτρώδη αλκύλια) είναι μια ομάδα εισπνεόμενων ναρκωτικών ουσιών, ιδιαίτερα διαδεδομένων μεταξύ των ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες, κυρίως στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η χρήση τους έχει συνδεθεί με το πρωκτικό σεξ, καθώς έχουν την ιδιότητα να προκαλούν, μεταξύ άλλων, χαλάρωση των σφιγκτήρων μυών του πρωκτού και αύξηση της αιματικής ροής στα αγγεία της περιοχής, γεγονός που αναφέρεται να διευκολύνει και να καθιστά πιο απολαυστική την επαφή. Ωστόσο, σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η χρήση τους διπλασιάζει την πιθανότητα μετάδοσης του HIV στον παθητικό σύντροφο κατά τη σεξουαλική επαφή, ακριβώς εξαιτίας της αγγειοδιαστολής που προκαλείται στην περιοχή του πρωκτού [38,39] και, πιθανόν, καθιστώντας τα άτομα πιο επιρρεπή σε μη ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές.
Βιβλιογραφικές Πηγές
- Thompson, S.C., Boughton, C.R., & Dore, G.J. (2003). Blood-borne viruses and their survival in the environment: is public concern about community needlestick exposures justified? Australian and New Zealand Journal of Public Health, 27(6), 602-7.
- Abdala, N., Stephens, P.C., Griffith, B.P., & Heimer, R. (1999). Survival of HIV-1 in syringes. Journal of Acquired Immune Deficiency Syndromes and Human Retrovirology, 20(1), 73-80.
- Hoffmann, C., & Rockstroh, J. (2015). HIV 2015/16. Hamburg: Medizin Fokus Verlag.
- Lehman, D.A., & Farquhar, C. (2007). Biological mechanisms of vertical immunodeficiency virus (HIV-1) transmission. Reviews in Medical Virology, 17(6), 381-403.
- Townsend, C.L., Cortina-Borja, M., Peckham, C.S., de Ruiter, A., Lyall, H., & Tookey, P.A. (2008). Low rates of mother-to-child transmission of HIV following effective pregnancy interventions in the United Kingdom and Ireland, 2000-2006. AIDS, 22(8), 973-81.
- Dimmock, N.J. (2016). Introduction to modern virology (7th edition). Oxford: John Wiley & Sons.
- Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (2014). Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση της HIV λοίμωξης σε κλινικά και μη κλινικά πλαίσια. Αθήνα: ΚΕΕΛΠΝΟ.
- Boily, M.C., Baggaley, R.F., Wang, L., Masse, B., White, R.G., Hayes, R.J., & Alary, M. (2009). Heterosexual risk of HIV-1 infection per sexual act: systematic review and meta-analysis of observational studies. Lancet Infectious Diseases, 9(2), 118-29.
- Vittinghoff, E., Douglas, J., Judson, F., McKirnan, D., MacQueen, K., Buchbinder, S.P. (1999). Per-contact risk of human immunodeficiency virus transmission between male sexual partners. American Journal of Epidemiology, 150, 306-11.
- Joint United Nations Programme on HIV/AIDS (UNAIDS) (2014). The Gap Report 2014: People who inject drugs. Geneva: UNAIDS.
- Baggaley, R.F., Boily, M.C., White, R.G., & Alary, M. (2006). Risk of HIV-1 transmission for parenteral exposure and blood transfusion. AIDS, 20(6), 805-12.
- Denise, M., Cardo, M.D., David, H., et al. (1997). A case control study of HIV seroconversion in health care workers after percutaneous exposure.New England Journal of Medicine, 337, 1485-90.
- Papenburg, J., Blais, D., Moore, D., Al-Hosni, M., Laferrière, C., Tapiero, B., & Quach, C. (2008). Pediatric Injuries From Needles Discarded in the Community: Epidemiology and Risk of Seroconversion.Pediatrics 122(2), e487-92.
- Baggaley, R.F., White, R.G., & Boily, M.C. (2008). Systematic review of orogenital HIV-1 transmission probabilities.International Journal of Epidemiology, 37(6), 1255-65.
- Fultz, P.N. (1986). Components of saliva inactivate human immunodeficiency virus.Lancet, 2(8517), 1215.
- Richters, J., Grulich, A., Ellard, J., Hendry, O., Kippax, S., & Richters, J. (2003). HIV transmission among gay men through oral sex and other uncommon routes: case series of HIV seroconverters, Sydney. AIDS, 17(15), 2269-71.
- del Romero, J., Marincovich, B., Castilla, J., García, S., Campo, J., Hernando, V., & Rodríguez, C. (2202). Evaluating the risk of HIV transmission through unprotected orogenital sex. AIDS, 16(9), 1296-
- Zou, S., Dorsey, K.A., Notari, E.P., Foster, G.A., Krysztof, D.E., Musavi, F., Dodd, R.Y., & Stramer, S.L. (2010). Prevalence, incidence, and residual risk of human immunodeficiency virus and hepatitis C virus infections among United States blood donors since the introduction of nucleic acid testing. Transfusion, 50(7), 1495-504.
- O’Farrell, N., Tovey, S.J., & Morgan-Capner, P. (1992). Transmission of HIV–1 infection after a fight. Lancet, 339(8787), 246.
- Deshpande, Α.Κ., Jadhav, S.K., & Bandivdekar, A.H. (2011). Possible transmission of HIV Infection due to human bite. AIDS Research and Therapy, 8, 16.
- Hill, D.R. (1989). HIV infection following motor vehicle trauma in central Africa. Journal of the American Medical Association, 261(22), 3282-3.
- Eberle, J., Habermann, J., & Gürtler, L.G. (2000). HIV-1 infection transmitted by serum droplets into the eye: a case report. AIDS, 14(2), 206.
- Ivy, W., Dominguez, K.L., Rakhmanina, N.Y., et al. (2012). Premastication as a route of pediatric HIV transmission: case-control and cross-sectional investigations. Journal of Acquired Immune Deficiency Syndromes, 59(2), 207-12.
- Quinn, T.C., Wawer, M.J., Sewankambo, N., Serwadda, D., Li, C., Wabwire-Mangen, F., Meehan, M.O., Lutalo, T., & Gray, R.H. (2000). Viral load and heterosexual transmission of human immunodeficiency virus type 1. New England Journal of Medicine, 342(13), 921-9.
- Van de Ven, P., Mao, L., Fogarty, A., Rawstorne, P., Crawford, J., Prestage, G., Grulich, A., Kaldor, J., & Kippax, S. (2005). Undetectable viral load is associated with sexual risk taking in HIV serodiscordant gay couples in Sydney. AIDS 19(2), 179-84.
- Attia, S., Egger, M., Müller, M., Zwahlen, M., & Low, N. (2009). Sexual transmission of HIV according to viral load and antiretroviral therapy: systematic review and meta-analysis. AIDS, 23(11), 1397-404.
- Hughes, J.P., Baeten, J.M., Lingappa, J.R., et al. (2012). Determinants of Per-Coital-Act HIV-1 Infectivity Among African HIV-1-Serodiscordant Couples. Journal of Infectious Diseases, 205(3), 358-65.
- Pilcher, C.D., Tien, H.C., Eron, J.J.Jr, et al. (2004). Brief but efficient: acute HIV infection and the sexual transmission of HIV. Journal of Infectious Diseases, 189(10), 1785-92.
- Anglemyer, A., Rutherford, G.W., Egger, M., & Siegfried, N. (2011). Antiretroviral therapy for prevention of HIV transmission in HIV-discordant couples. Cochrane Database for Systematic Reviews, 5, CD009153.
- Rodger, A.J., Cambiano, V., Bruun, T., et al. (2016). Sexual Activity Without Condoms and Risk of HIV Transmission in Serodifferent Couples When the HIV-Positive Partner Is Using Suppressive Antiretroviral Therapy. Journal of the American Medical Association, 316(2), 171-81.
- World Health Organization (2015). Guideline on when to start antiretroviral therapy and on pre-exposure prophylaxis for HIV. Geneva: WHO Press.
- Hayes, R.J., Schulz, K.F., & Plummer, F.A. (1995). The cofactor effect of genital ulcers on the per-exposure risk of HIV transmission in sub-Saharan Africa. Journal of Tropical Medicine and Hygiene, 98, 1-8.
- McClelland, R.S., & Baeten, J.M. (2006). Reducing HIV-1 transmission through prevention strategies targeting HIV-1-seropositive individuals. Journal of Antimicrobial Chemotherapy, 57,163-6.
- Halperin, D.T., & Bailey R.C. (1999). Male circumcision and HIV infection: 10 years and counting.Lancet, 354(9192), 1813-5.
- Weiss, H.A., Thomas, S.L., Munabi, S.K., & Hayes, R.J. (2006). Male circumcision and risk of syphilis, chancroid, and genital herpes: a systematic review and meta-analysis. Sexually Transmitted Infections, 82(2), 101-9.
- World Health Organization & Joint United Nations Programme on HIV/AIDS (2007). Male circumcision: global trends and determinants of prevalence, safety and acceptability. Geneva: WHO Press.
- Patterson, B.K., Landay, A., Siegel, J.N., Flener, Z., Pessis, D., Chaviano, A., & Bailey, R.C. (2002). Susceptibility to human immunodeficiency virus-1 infection of human foreskin and cervical tissue grown in explant culture. American Journal of Pathology, 161(3), 867-73.
- Buchbinder, S.P., Vittinghoff, E., Heagerty, P.J. (2005). Sexual risk, nitrite inhalant use, and lack of circumcision associated with HIV seroconversion in men who have sex with men in the United States. Journal of Acquired Immune Deficiency Syndromes, 39(1), 82-9.
- Macdonald, N., Elam, G., Hickson, F., et al. (2008). Factors associated with HIV seroconversion in gay men in England at the start of the 21st century. Sexually Transmitted Infections, 84(1), 8-13.
- Patel, P., Borkowf, C.B., Brooks, J.T., Lasry, A., Lansky, A., & Mermin, J. (2014). Estimating per-act HIV transmission risk: a systematic review. AIDS, 28(10), 1509-19.